- έμπαση
- έμπασιά η , έμπασμα τό1) вход; 2) узкая улица; 3) прилив
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπασιά — και μπασιά και έμπαση, η 1. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η είσοδος 2. στενός δρόμος 3. το φαινόμενο ή ο χρόνος κατά τον οποίο τα νερά τής θάλασσας επανέρχονται στην αρχική τους θέση, παλίρροια … Dictionary of Greek
εμπασιά — εμπασιά, η και έμπαση, η και μπασιά, η 1. το μέρος από όπου μπαίνει κανείς κάπου, το έμπα, η είσοδος. 2. στενός δρόμος: Χωρίζει τα σπίτια τους μια εμπασιά. 3. η παλίρροια (αντίθ. εβγαλσιά) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)